βαφτιστήρα

βαφτιστήρα
βαφτιστήρα, η και βαφτιστήρι, το
ο βαφτισιμιός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βαφτιστήρα — η (Μ βαπτιστήρα) η κολυμπήθρα του βαπτίσματος νεοελλ. η βαφτισιμιά. [ΕΤΥΜΟΛ. βαφτιστήρα < βαπτιστήρα < βαπτιστήριον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”